-
1 осмотр
осмотр м η εξέταση, η επιθεώρηση* медицинский \осмотр η ιατρική εξέταση· \осмотр багажа о τελωνειακός έλεγχος* * *мη εξέταση, η επιθεώρησηмедици́нский осмо́тр — η ιατρική εξέταση
осмо́тр багажа́ — ο τελωνειακός έλεγχος
-
2 осмотр
1. (внимательное исследование) η επιθεώρηση, η εξέταση, ο έλεγχοςвыборочный - επιλεκτική -, δειγματοληπτική -периодический - περιοδική -, τρέχουσα -регулярный - см. периодический -2. мед. η ιατρική εξέταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осмотр
-
3 врачебный
-
4 освндетельствованне
освндетельствова||ннес ἡ ἐξέταση [-ις]:медицинское \освндетельствованне ἡ ἱατρική ἐξέταση· \освндетельствованне трупа мед. ἡ νεκροψία. -
5 обследование
-я ουδ.1. επιθεώρηση, έλεγχος.2. εξέταση•медицинское обследование ιατρική εξέταση.
3. (εξ)ερεύνηση• ανίχνευση. -
6 освидетельствование
-я ουδ.εξέταση•медицинское освидетельствование ιατρική εξέταση•
освидетельствование трупа νεκρο-ψ ία.
-
7 осмотр
-а α.1. περισκόπηση.2. έλεγχος, επιθεώρηση.3. εξέταση•врачебный осмотр ιατρική εξέταση.
-
8 осмотр
осмотрм ἡ ἐπίσκεψη [-ις] (музея и т. п.)/ ὁ ἐλεγχος (проверка):\осмотр багажа ὁ ἔλεγχος τῶν ἀποσκευών технический \осмотр ὁ τεχνικός ἐλεγχος· медицинский \осмотр ἡ ἱατρική ἐξέταση. -
9 медосмотр
-а α.ιατρική εξέταση. -
10 повторный
επ.επαναλαμβανόμενος δεύτερη φορά• δεύτερος•повторный медицинский осмотр δεύτερη ιατρική εξέταση•
-ое объяснение εξήγηση για δεύτερη φορά•
-ая пахота όργωμα για δεύ-ρη φορά, δευτέρωμα (διβόλι).
-
11 экспертиза
1. (исследование чего-л. с целью дать правильное заключение, правильную оценку чего-л.) η εμπειρογνωμοσύνη, η πραγματογνωμοσύνηокончательная - см. заключительная2. (экспертная комиссия) η επιτροπ/ή των εμπειρογνωμόνωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экспертиза
См. также в других словарях:
επίσκεψη — η 1. το να πηγαίνει κάποιος κάπου για να παρατηρήσει, να εξετάσει ή να θαυμάσει κάτι: Επίσκεψη στην Ακρόπολη. 2. η προσέλευση κάποιου στο σπίτι γνωστού του για χαιρετισμό, ευχές, συλλυπητήρια κτλ. 3. η μετάβαση γιατρού σε κάποιον άρρωστο για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιατρικός, -ή — ό αυτός που αναφέρεται στο γιατρό ή την ιατρική: Ο ασθενής έχει ανάγκη από ιατρική παρακολούθηση. – Ιατρική εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροαστικός — ή, ό [ακρόαση] 1. αυτός που αναφέρεται στην ακρόαση 2. ο κατάλληλος για ακρόαση, κυρίως τα κατάλληλα για ακρόαση σημεία τού σώματος κατά την ιατρική εξέταση 3. το ουδ. ως ουσ. τα ακροαστικά 4. Ιατρ. στην ιατρική ζαργκόν* λέγεται κατά παράλειψη… … Dictionary of Greek
ιατρογενής — Όρος που σημαίνει προκαλούμενη ιατρικά και ισχύει για κάθε νόσο ή διαταραχή που είναι αποτέλεσμα ιατρικής θεραπείας· για παράδειγμα: σύνδρομο Cushing λόγω παρατεταμένης χορήγησης κορτικοστεροειδών, ΑΙDS λόγω μετάδοσης του υπεύθυνου ιού μέσω της… … Dictionary of Greek
αιδοιοσκοπία — και σκόπηση, η ιατρική εξέταση τού αιδοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αιδοίο + σκοπώ, πρβλ. αγγλ. edeoscopy] … Dictionary of Greek
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
εμβρυωρός — Πρόσωπο το οποίο αναλάμβανε την επιτήρηση γυναίκας που εγκυμονούσε, μετά τον θάνατο του συζύγου της, με καθήκον να επαγρυπνεί για την τύχη του εμβρύου και για την εξασφάλιση των κληρονομικών του δικαιωμάτων. Ο διορισμός του γινόταν από το… … Dictionary of Greek
τσεκ-άπ — το, Ν άκλ. (ξεν.) γενική ιατρική εξέταση που περιλαμβάνει μια σειρά κλινικών και εργαστηριακών ερευνών οι οποίες εκτελούνται συστηματικά ή συμπτωματικά για την εκτίμηση τής κατάστασης τής υγείας ενός ατόμου που, κατά τα φαινόμενα, δεν έχει καμιά… … Dictionary of Greek
διαπιστώνω — διαπίστωσα, διαπιστώθηκα, διαπιστωμένος, ανακαλύπτω, εξακριβώνω και επιβεβαιώνω κάτι βάσει εμπειρίας ή παρατήρησης: Διαπιστώθηκε ο θάνατός του μετά την ιατρική εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκεφαλοσκοπία — η (ιατρ.), ιατρική εξέταση της κατάστασης του εγκεφάλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επισκέπτομαι — επισκέφτηκα, μτβ. 1. έρχομαι σε κάποιο μέρος για να παρατηρήσω, να εξετάσω ή να θαυμάσω κάτι: Επισκεφτήκαμε πολλά μουσεία. 2. πηγαίνω στο σπίτι κάποιου για να τον ιδώ (να τον χαιρετήσω, να του ευχηθώ, να τον συλλυπηθώ κτλ.), του κάνω επίσκεψη. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)